Στη σύγχρονη εποχή σχεδόν όλα τα εγκλήματα έχουν ψηφιακά πειστήρια. Και το Τμήμα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών αποτελεί αναμφίβολα «κρίσιμο εργαλείο» στα χέρια της αστυνομίας στη μάχη κατά του εγκλήματος. Ένα Τμήμα με σύγχρονα τεχνολογικά μέσα και εξειδικευμένα στελέχη που έχει συνδράμει καθοριστικά στην εξιχνίαση σημαντικών υποθέσεων.



«Στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή η αποκωδικοποίηση, η εξέταση και η ανάλυση του περιεχομένου των ψηφιακών μέσων – πειστηρίων, είτε προέρχονται από ένα κινητό τηλέφωνο, είτε είναι αποθηκευμένα στο σύννεφο «cloud», αποτελούν πλέον μια νέα πρόκληση για τις εγκληματολογικές υπηρεσίες, αλλά ταυτόχρονα και ένα πολύτιμο υπερ-εργαλείο στα χέρια των δικαστικών, διωκτικών και ελεγκτικών Αρχών», τονίζει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ η διευθύντρια της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, υποστράτηγος Πηνελόπη Μηνιάτη.


«Στο Τμήμα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων «χτυπάει η καρδιά» πολλών υποθέσεων. Το έγκλημα έχει εξελιχθεί πλέον και σχεδόν στο σύνολο των υποθέσεων χρησιμοποιούνται ψηφιακά πειστήρια. Σημειώστε, ότι έχουμε πάρα πολύ καλή συνεργασία και με εξειδικευμένες Υπηρεσίες. Ενδεικτικά, με τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, την Οικονομική Αστυνομία και την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων», σημειώνει. 

«Εγκληματολογική εξέταση ψηφιακών πειστηρίων ή αλλιώς ψηφιακή εγκληματολογία είναι η διαδικασία συλλογής, της διατήρησης και της ανάλυσης των ψηφιακών πειστηρίων εφαρμόζοντας διεθνώς αναγνωρισμένες μεθόδους με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι νομικά παραδεκτές», επισημαίνει από την πλευρά του ο επικεφαλής του Τμήματος Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων, αστυνόμος Α’ Αλέξανδρος Βασιλαράς. «Τα ψηφιακά πειστήρια», διευκρινίζει, «είναι από την ίδια τη φύση τους πολύ «εύθραστα» γι’ αυτό οι διωκτικές αρχές θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές κατά τη συλλογή τους».

Είναι σημαντικό το γεγονός ότι μέσω των ψηφιακών πειστηρίων η αστυνομία προχωρά στην εξιχνίαση της πλειονότητας των εγκληματικών πράξεων.
 «Με την εξέλιξη της τεχνολογίας παρατηρείται ραγδαία αύξηση στην καθημερινή χρήση ψηφιακών συσκευών, όπως ηλεκτρονικοί υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, έξυπνα ρολόγια, κονσόλες video games σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να θεωρούνται άρρηκτα συνυφασμένες με τον σύγχρονο τρόπο ζωής», εξηγεί ο Αλ.Βασιλαράς.



«Ο μέσος άνθρωπος», αναφέρει ο κ. Βασιλαράς, «χρησιμοποιεί αυτές τις συσκευές προκειμένου να αποθηκεύσει προσωπικές πληροφορίες, όπως φωτογραφίες, έγγραφα, ηλεκτρονική αλληλογραφία, να επικοινωνήσει με τρίτους μέσω ανάλογων εφαρμογών. 

Όλη αυτή η πληροφορία μπορεί να αποτελέσει το βασικό αποδεικτικό μέσο που θα επιλύσει μία υπόθεση οιασδήποτε φύσεως όπως, μεταξύ άλλων, απάτη, πορνογραφία ανηλίκων, πλαστογραφία, εκβίαση και ανθρωποκτονία. Το αντικείμενο της ψηφιακής εγκληματολογίας είναι τόσο ευρύ και βαθιά συσχετιζόμενο με κάθε ενέργεια ενός κακόβουλου θύτη, που αποτελεί μέσο επίλυσης για το σύνολο των αδικημάτων που περιγράφονται στη νομολογία. 

Τονίζεται, ότι το σύνολο των υποθέσεων που απασχολούν την Υπηρεσία ενδέχεται να είναι αρκετά ανομοιογενές. Οι περισσότεροι θεωρούν ως αντικείμενο εξέτασης του Τμήματος τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τα κινητά τηλέφωνα.

 Εκτός όμως από αυτές τις συσκευές, εξετάζονται και άλλες ψηφιακές, όπως για παράδειγμα ένα drone, έξυπνες οικιακές συσκευές ή ακόμη και ένα αυτοκίνητο. Ο όγκος και η ποιότητα της πληροφορίας που μπορούν να προσφέρουν αυτές οι μη συμβατικές ψηφιακές συσκευές είναι ανεκτίμητος. 

Επίσης, η ιδιαιτερότητα αυτών μπορεί να αποδειχθεί καταλυτική για την επίλυση μιας υπόθεσης, όταν για παράδειγμα η ψηφιακή διερεύνηση ενός έξυπνου οχήματος μπορεί να αποκαλύψει ακόμα και πόσα άτομα επέβαιναν σε αυτό, εάν φορούσαν τις ζώνες ασφαλείας ή σε ποιο χρονικό σημείο άνοιξε ακριβώς και ποια πόρτα του αυτοκινήτου. 

Το Τμήμα έχει συνδράμει στην εξιχνίαση όλων των σημαντικών υποθέσεων που έχουν απασχολήσει τη δημοσιότητα. Ενδεικτικά αναφέρονται υποθέσεις πορνογραφίας ανηλίκων, οικονομικά εγκλήματα, απάτες στο σκοτεινό διαδίκτυο, ανθρωποκτονίες, κυβερνοεπιθέσεις – hacking, κακόβουλα λογισμικά (όπως ransomware), εξαπάτηση με κρυπτονομίσματα και διάφορες άλλες».



«Είμαστε από τις «τυχερές» υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας», υπογραμμίζει ο επικεφαλής του Τμήματος, «καθώς διαθέτουμε αρκετά καλό υλικοτεχνικό εξοπλισμό, ο οποίος διατηρείται ενημερωμένος με τις σύγχρονες απαιτήσεις του κλάδου και αναβαθμίζεται όποτε κρίνεται αναγκαίο. Δεν θα γινόταν διαφορετικά άλλωστε, δεδομένης της φύσης της ως επίσημης Εγκληματολογικής Υπηρεσίας της χώρας, αφού εγκληματολογικά εργαστήρια χωρίς σύγχρονο εξοπλισμό και αναλόγως εκπαιδευμένο προσωπικό δεν μπορούν να εκτελέσουν την αποστολή τους δίνοντας άμεσα και αξιόπιστα αποτελέσματα. 

Σημειώστε, ότι τα Ψηφιακά Πειστήρια το 2012 έγιναν ανεξάρτητο τμήμα και σε αυτό πλέον υπηρετούν είκοσι ειδικοί εξεταστές – πραγματογνώμονες με σπουδές που σχετίζονται είτε με ειδικότητες πληροφορικής, ηλεκτρονικής και μηχανικών ηλεκτρονικών υπολογιστών του Πολυτεχνείου. 

Το σύνολο όσων υπηρετούν στο Τμήμα έχουν πιστοποιηθεί από διεθνείς οργανισμούς για την ορθή διαχείριση ψηφιακών πειστηρίων. Μάλιστα, το Τμήμα της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών είναι μέλος του πανευρωπαϊκού οργανισμού «ENFSI» και έχει πιστοποιηθεί με το διεθνές πρότυπο ISO9001 και διαπιστευθεί με ISO17020. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι τον Απρίλιο του 2018 στελέχη του Τμήματος σε συνεργασία με την Διεύθυνση Κυβερνοάμυνας του Γενικού Επιτελείου Εθνικής ‘Αμυνας, έλαβαν μέρος στην ετήσια άσκηση Locked Shields, η οποία αποτελεί την πιο σύνθετη προηγμένη διεθνή άσκηση προσομοίωσης προστασίας των κρίσιμων υποδομών και πληροφοριών κάθε κράτους και διοργανώνεται από το Συνεργατικό Κέντρο Αριστείας Κυβερνοάμυνας του ΝΑΤΟ, κατακτώντας μία θέση στην πρώτη πεντάδα μεταξύ είκοσι δύο κρατών μελών».


Πώς μπορούν, όμως, τα έμπειρα στελέχη των Ψηφιακών Πειστηρίων να αντλήσουν πληροφορίες από μια συσκευή, όπως για παράδειγμα από ένα κινητό τηλέφωνο;


Ο αστυνόμος Α’, Αλ. Βασιλαράς μας εξηγεί: «Αφού σημανθεί η κινητή συσκευή, ο χειριστής με ειδικό εξοπλισμό που διαθέτουμε, βρίσκει ποια είναι αυτή η συσκευή, την συνδέει με ένα συγκεκριμένο λογισμικό και από εκεί γίνεται η εξαγωγή της μνήμης της. Στη συνέχεια, με διεθνώς αναγνωρισμένα λογισμικά που έχουμε, γίνεται η ανάλυση της πληροφορίας. Σε περιπτώσεις που είναι κατεστραμμένη η συσκευή ακολουθείται μια άλλη διαδικασία. Σε αυτήν ο χειριστής, με ειδικό μηχάνημα, «χτυπάει» με δέσμη λέιζερ, γίνεται η εξαγωγή της μνήμης και αυτή τοποθετείται σε ειδικό αντάπτορα και ακολουθείται η διαδικασία ανάκτησης της πληροφορίας».


Η φύση του αντικειμένου του Τμήματος Ψηφιακών Πειστηρίων είναι τέτοια που η συνεχής μετεκπαίδευση των στελεχών κρίνεται απαραίτητη για τη διατήρηση του υψηλού επιπέδου ανταπόκρισης στις σύγχρονες διαρκώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις. «Η διαρκής ενασχόληση και παρακολούθηση των νέων τάσεων και εξελίξεων του κλάδου», επισημαίνει ο Αλ. Βασιλαράς και προσθέτει ότι «είναι επιτακτική ανάγκη και απαιτεί υψηλό αίσθημα επαγγελματισμού από τα στελέχη του Τμήματος. Βάση όλων, λοιπόν, είναι η αγάπη για την υπηρεσία και το σημαντικό έργο που αυτή μπορεί και παράγει».