Στο πολυσυζητημένο έργο του «Σκέψεις γύρω από τη θανατική ποινή» του 1957 ο Αλμπέρ Καμύ επιχειρηματολόγησε με σθένος ενάντια στις εκτελέσεις. Διότι κατά τον Γάλλο συγγραφέα και φιλόσοφο η θανατική ποινή δεν αποτελεί μέσο για την απόδοση δικαιοσύνης, αλλά εκδίκησης. Λαμβάνοντας αυτή τη συλλογιστική υπόψιν και διαβάζοντας τους πρόσφατους αριθμούς που δημοσίευσε η Διεθνής Αμνηστία διαπιστώνει κανείς πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά όσον αφορά τη διεθνή δικαιοσύνη.

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της οργάνωσης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σχετικά με την εφαρμογή της θανατικής ποινής παγκοσμίως, το περασμένο έτος εκτελέστηκαν τουλάχιστον 1.153 άνθρωποι, αριθμός κατά 31% υψηλότερος συγκριτικά με το 2022. Πρόκειται για τον υψηλότερο αριθμό εκτελέσεων «που έχει καταγράψει η Διεθνής Αμνηστία εδώ και περίπου μία δεκαετία», αναφέρει η οργάνωση. Μόνο το 2015 επιβλήθηκε περισσότερες φορές η θανατική ποινή, όταν και εκτελέστηκαν 1.634 άνθρωποι.

 


 

«Πρόκειται μόνο για την κορυφή του παγόβουνου»

Από τις 16 χώρες που επέβαλαν θανατικές ποινές ευθύνονται μονάχα λίγες για την ακραία αύξηση των εκτελέσεων: στο Ιράν έλαβαν χώρα περίπου τα 3/4 των εκτελέσεων (τουλάχιστον 853), στη Σαουδική Αραβία το 15% (172). Οι εκτελέσεις αυξήθηκαν επίσης στη Σομαλία (τουλάχιστον 38) και στις ΗΠΑ (24). Σε παγκόσμιο επίπεδο υπήρξαν συνολικά κατά 20% περισσότερες νέες καταδίκες σε θανατική ποινή (2.428 σε 52 χώρες).

Η Διεθνής Αμνηστία υποθέτει πως οι περισσότεροι άνθρωποι που οδηγούνται σε εκτέλεση βρίσκονται στην Κίνα. Καθώς δεν δημοσιοποιούνται τα σχετικά αρχεία του κινεζικού κράτους, η έκθεση της οργάνωσης δεν περιέχει κανένα στοιχείο για τους εκτελεσθέντες. Παρόμοια είναι η κατάσταση και στη Βόρεια Κορέα και το Βιετνάμ, κράτη για τα οποία υπάρχουν επίσης υποψίες πως προβαίνουν πολύ συχνά σε εκτελέσεις.



«Η δραματική αύξηση των εκτελέσεων παγκοσμίως είναι σοκαριστική. Και τα στοιχεία της Διεθνούς Αμνηστίας αποτελούν απλώς την κορυφή του παγόβουνου», εκτιμά η Ρενάτα Αλτ, πολιτικός του FDP και πρόεδρος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ανθρωπιστικής Βοήθειας της Μπούντεσταγκ.




Η Διεθνή Αμνηστία διαπιστώνει ως επιτυχία το γεγονός ότι τα κράτη στα οποία πραγματοποιούνται εκτελέσεις έχουν μειωθεί, από 20 το 2022 σε 16 το 2023. Στη Λευκορωσία, την Ιαπωνία, τη Μυανμάρ και το Νότιο Σουδάν δεν καταγράφηκαν εκτελέσεις. Μέχρι σήμερα 144 χώρες έχουν αποφασίσει να καταργήσουν τη θανατική ποινή.


Αυτό όμως δεν ισοσταθμίζει την αύξηση του αριθμού των εκτελέσεων, καθώς σε άλλα κράτη «δεν υπάρχουν μία ή δύο αλλά διψήφιοι και τριψήφιοι αριθμοί εκτελέσεων», όπως παρατηρεί ο Μαξ Μάισαουερ, ειδικός στο ζήτημα της θανατικής ποινής στη Διεθνή Αμνηστία στη Γερμανία. Ο ίδιος επισημαίνει ακόμη στην DW πως λαμβάνουν χώρα και εκτελέσεις που «σε ορισμένες λίγες χώρες προσλαμβάνουν αιμοχαρείς διαστάσεις».

Ένας ακόμη λόγος για την αύξηση των εκτελέσεων είναι και η λήξη της πανδημίας του κορωνοϊού. «Κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι αριθμοί των εκτελέσεων είχαν μειωθεί παγκοσμίως λόγω των υγειονομικών μέτρων στις φυλακές», εξηγεί ο Μάισαουερ. «Ακόμη, υπήρχαν λιγότεροι πόροι για τις εκτελέσεις, οι οποίες δεν αποτελούσαν και προτεραιότητα των αρχών».

 

 

 

Η θανατική ποινή ως μέσο καταπίεσης.

 

Οι χώρες που προβαίνουν σε εκτελέσεις χρησιμοποιούν τη θανατική ποινή και ως πολιτικό εργαλείο. «Οι δημόσιες εκτελέσεις αποτελούν ανέκαθεν και ένα μέσο πολιτικής καταστολής και εκφοβισμού της κοινωνίας», δηλώνει ο Μάισαουερ. Αυτό ισχύει ιδίως στην περίπτωση του Ιράν, όπου οι αρχές αξιοποιούν τη θανατική ποινή ως μέσο τρομοκρατίας του λαού και εδραίωσης της εξουσίας τους, όπως διαπιστώνεται και στην έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας.