Στεγνώνουν οι τράπεζες αίματος της χώρας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους ασθενείς που υποβάλλονται τακτικά σε μεταγγίσεις...


 Είναι ενδεικτικό ότι οι 4.000 πάσχοντες από θαλασσαιμία (μεσογειακή αναιμία) υπομεταγγίζονται από τον Ιούλιο, καθώς οι μονάδες αίματος δεν επαρκούν.


Το παράδοξο είναι ότι αποκλειστικά και μόνον για την απρόσκοπτη κάλυψη των αναγκών των συγκεκριμένων ασθενών η Ελλάδα εισάγει από την Ελβετία ετησίως 20.000 – 25.000 μονάδες αίματος, κόστους 3,5 – 4 εκατομμυρίων ευρώ.
Ακόμη πιο θλιβερό είναι ότι η μείωση της εθνικής «δεξαμενής» αίματος αποτελεί παραδοσιακά πρόβλημα κάθε καλοκαίρι. Μοναδική εξαίρεση αλλά και τραγική ειρωνεία αποτελεί η περυσινή χρονιά. Η πυρκαγιά στο Μάτι, που στοίχισε 102 ζωές, ευαισθητοποίησε χιλιάδες πολίτες να δώσουν αίμα, με αποτέλεσμα να καλυφθούν οι εθνικές ανάγκες, παρά την τραγωδία, και να δημιουργηθεί και απόθεμα. 

«Οι αναβολές στις μεταγγίσεις αποτελεί καθημερινότητα. Ακόμη πιο σύνηθες είναι η υπομετάγγιση – λαμβάνουμε δηλαδή, λιγότερες μονάδες αίματος από αυτές που ορίζει η θεραπεία μας», εξηγεί στα «ΝΕΑ» η αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Θαλασσαιμίας, Βάνα Μυρίλλα.

Η ίδια ξεδιπλώνοντας την εξαθλίωση που βιώνουν οι συμπάσχοντές της, θυμίζει την περίπτωση του νοσοκομείου «Λαϊκό». Μόλις τον περασμένο μήνα, οι 80 μόνιμοι ασθενείς που αντιμετωπίζονται εκεί βρέθηκαν σε απόγνωση, καθώς δεν υπήρχε ούτε μία μονάδα αίματος διαθέσιμη για τις ανάγκες τους.

Οι επιπτώσεις όμως της αναγκαστικής «έκπτωσης» στη θεραπεία τους σύμφωνα με την κ. Μυρίλλα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες για την υγεία τους, δεδομένου ότι ο αιματοκρίτης δεν φτάνει στα επιθυμητά επίπεδα. «Ο κίνδυνος δε, αυξάνεται κατακόρυφα για τους ασθενείς με μεσογειακή αναιμία, οι οποίοι πάσχουν και από άλλα σοβαρά νοσήματα όπως είναι η καρδιοπάθεια και κυρίως η πνευμονική υπέρταση».



Εν τω μεταξύ, αναγκαστικό φρένο τους καλοκαιρινούς μήνες μπαίνει και στον προγραμματισμό χειρουργείων που αφορούν τα «ψυχρά» περιστατικά,  γεγονός για το οποίο δεν ευθύνονται μόνον οι  θερινές άδειες των γιατρών στο ΕΣΥ. Η αύξηση των τροχαίων κατά την ίδια περίοδο και γενικότερα των έκτατων περιστατικών, είναι η αιτία που οι διοικήσεις των νοσηλευτικών μονάδων αποφασίζουν να κάνουν οικονομία στις μονάδες αίματος που… ξοδεύονται.
Την ίδια ώρα, τα επίσημα δεδομένα του Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας (ΕΚΕΑ) ξεδιπλώνουν μια σειρά από αντιφάσεις και παραλείψεις σε επίπεδο εθνικής στρατηγικής.

Για παράδειγμα και παρότι ο ιός του Δυτικού Νείλου έχει εγκατασταθεί στη χώρα μας, απειλώντας τη δημόσια υγεία κάθε καλοκαίρι, με αποτέλεσμα να προκρίνεται ως ο βασικός ύποπτος των ελλείψεων σε αίμα στην πραγματικότητα αποτελεί τον πιο αδύναμο κρίκο στην αλυσίδα των αιτιών.

Ειδικότερα και όπως διευκρινίζει στα «ΝΕΑ» η αιματολόγος και πρόεδρος του ΕΚΕΑ Χάρις Ματσούκα, οι αιμοδοσίες συνεχίζονται κανονικά ακόμη και στις επηρεαζόμενες περιοχές πλην μερικών εξαιρέσεων. «Οι επηρεαζόμενες περιοχές με μικρό πληθυσμό αποκλείονται από την αιμοδοσία. Ομως, στις περιοχές με μεγάλο πληθυσμό, όπου έχουν καταγραφεί κρούσματα του ιού, γίνεται αυστηρός έλεγχος στο αίμα».

Είναι σημαντικό εντούτοις να σημειωθεί, ότι οι επηρεαζόμενες περιοχές από ελονοσία εξαιρούνται αυστηρά από τη διαδικασία της αιμοδοσίας.
Αντιθέτως και σύμφωνα με την ειδικό για την  κατακόρυφη μείωση συλλογής αίματος τη θερινή περίοδο – εφέτος  η συλλογή μονάδων είναι μειωμένη κατά 50% – ευθύνεται κατά κύριο λόγο η «αποχή» των εθελοντών – αιμοδοτών από τα κέντρα αιμοδοσίας εξαιτίας καλοκαιρινών διακοπών.

Πάντως, αναλύοντας ενδελεχώς το πρόβλημα η πρόεδρος του ΕΚΕΑ καταρρίπτει ακόμη έναν «μύθο» που… θέλει τους Ελληνες μη ευαισθητοποιημένους στον τομέα της αιμοδοσίας.

Οι αιμοδότες

Ειδικότερα, στην Ελλάδα είναι καταγεγραμμένοι 325.000 αιμοδότες. Σύμφωνα με σχετικό αλγόριθμο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για να εξασφαλιστούν οι εγχώριες ανάγκες μιας χώρας, θα πρέπει να δίνει αίμα το 3% του πληθυσμού, συνεπώς υπό το πρίσμα αυτό η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι αυτάρκης.
Η σύγκριση τη χώρας μας με την Ελβετία – από όπου εισάγουμε αίμα – ξεκαθαρίζει ακόμη περισσότερο το τοπίο. Στην Ελλάδα συλλέγεται 550.000 – 580.000 μονάδες αίματος ετησίως, εκ των οποίων όλες μεταγγίζονται. Στην Ελβετία όπου ο πληθυσμός της είναι 8,3 εκατομμύρια, η αντίστοιχη ποσότητα σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η κ. Ματσούκα δεν ξεπερνά τις 300.000 μονάδες αίματος.
Η αύξηση των εθελοντών προκύπτει και από τη σύγκριση των ετών 2015 και 2018. Ειδικότερα, πριν από τέσσερα χρόνια το 55% των μονάδων αίματος συγκεντρώθηκε από αιμοδότες και το υπόλοιπο κατά κανόνα από συγγενείς και φίλους των ασθενών που βρίσκονταν σε ανάγκη. Πέρυσι, το ποσοστό που αφορά στους εθελοντές σκαρφάλωσε στο 63%.
Παρ’ όλα αυτά, οι εθελοντές λόγω των θερινών διακοπών είναι συχνά απρόθυμοι να δώσουν αίμα ενώ δεν έχει ακόμη εμπεδωθεί το μήνυμα της αιμοδοσίας δύο φορές τον χρόνο. Γι’ αυτό και κατά κανόνα το αίμα εξασφαλίζεται τους καλοκαιρινούς μήνες κυρίως μέσα από το συγγενικό περιβάλλον.
Στο πλαίσιο αυτό το ΕΚΕΑ στέλνει σε κάθε ευκαιρία το μήνυμα ότι «η ασθένεια δεν κάνει διακοπές».

Δεν υπάρχουν κοινός σχεδιασμός και συντονισμός

«Η απουσία κεντρικά οργανωμένου συστήματος αίματος, που σχεδιάζει, συντονίζει, κατευθύνει τη συλλογή και διάθεση αίματος σύμφωνα με τις ανάγκες της χώρας και όχι τις τοπικές, είναι το κύριο πρόβλημα» σύμφωνα με την ίδια.
Μια ιδιαιτερότητα της χώρας μας είναι ότι κυριαρχεί το μοντέλο «κάθε νοσοκομειακή αιμοδοσία φροντίζει για το απόθεμά της», το οποίο όμως στην πράξη έχει αποδειχθεί αναποτελεσματικό, καθώς δημιουργεί τοπικά πλεονάσματα και αντιστρόφως ανάλογα τοπικές ελλείψεις. Ο κατακερματισμός του ιδιαίτερα ευαίσθητου αυτού τομέα προκύπτει και από τον τεράστιο αριθμό συλλόγων εθελοντών. Σε όλη τη χώρα είναι δηλωμένοι 3.500 σύλλογοι, εκ των οποίων οι 1.270 έχουν έδρα την Αθήνα. Κι όμως, το 80% του αίματος που συλλέγεται στην Αττική οφείλεται στην εντατική δράση μόλις 350 συλλόγων, με τους υπόλοιπους να είναι στην πράξη… ανενεργοί.